κηρ

κηρ
(I)
κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α)
1. ως κύριο όν. Κήρ
η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ' αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.)
2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α. «Ἀργεῑοι Τρώεσσι φόνον καὶ κῆρα φέροντες», Ομ. Ιλ.
β. «μέλαιναν κῆρ' ἐπ' ὄμμασιν βαλών», Ευρ.
γ. «βαρεῑα μὲν κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι» — θα ήταν βαριά συμφορά, μεγάλη καταστροφή να μην υπακούσω, Αισχύλ.)
3. ασθένεια, πληγή («νοσῶν παλαιᾷ κηρί» — άρρωστος από την παλαιά πληγή, από το παλαιό τραύμα, Σοφ.)
4. στον πληθ. αἱ κῆρες
α) ελαττώματα, σφάλματα, ατέλειες («ἰδίας ἔχουσι κῆρας», Θεόφρ.)
β) αμαρτήματα, πταίσματα
5. (παροιμ., κατά μία γρφ.) «θύραζε Κῆρες, οὐκ ἔτ' Ἀνθεστήρια» — γι' αυτούς που έχουν πάντοτε τις ίδιες απαιτήσεις, που νομίζουν ότι υπάρχουν πάντοτε οι ίδιες ευκαιρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολ. τής λ. παρουσιάζει προβλήματα. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ker (ә)- «καταστρέφω, καταρρέω», αλλά η ακριβής σχέση της με τις άλλες ελλ. λ. που ανάγονται στην ίδια ρίζα δεν είναι σαφής (βλ. λ. ακήρατος, κεραΐζω). Πρόβλημα επίσης δημιουργούν ορισμένοι τ. που εμφανίζουν -α-. Οι γλώσσες τού Ησυχίου καριῶσαι
ἀποκτεῖναι και ἐκαρίωσας
ἀπέκτεινας θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως προϊόντα συνεσταλμένης βαθμίδας (< *kr-) όπως το λατ. caries «σαπίλα» και το αλβ. ther «σφαγή». Η δοτ. κᾶρι, η αιτ. κάρα και η ονομ. πληθ. Kᾶρες (τής παροιμιώδους φρ. «θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἐτ' Ανθεστήρια») θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως προς την ονομαστική εν. κήρ, αν παραδεχθούμε ότι αυτή ανάγεται στην εκτεταμένη βαθμίδα *kēr (ә)- τής ρίζας και ότι η μετάπτωση εμφανίζεται μέσα στο ίδιο το κλιτικό παράδειγμα. Η ονομαστική εν. κᾱρ θα πρέπει να είναι δευτερογενής (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησυχίου κάρ
θάνατος).
ΠΑΡ. αρχ. κηραίνω (I), κηρέσιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κηραμύντης, κηρεσσιφόρητος
μσν.
κηρεσιφόρος].
————————
(II)
κῆρ, τὸ (Α)
1. η καρδιά («αἶψα κῆρι
1. η καρδιά («αἶψα μετατρέψειε νόον μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ, Ομ. Ιλ.)
2. (η δοτ. ως επίρρ.) κήρι
με όλη την καρδιά, εγκαρδίως («ἀντί νυ πολλῶν λαῶν ἐστὶν ἀνήρ, ὅv τε Ζεὺς κῆρι φιλήσῃ», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «περὶ κῆρι»
α) υπερβολικά, σφόδρα
β) καθ' όλη την έκταση, παντού («οἳ κέν μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσουσιν» — οι οποίοι θα τού προσφέρουν τιμές με μεγάλη εγκαρδιότητα, μ' όλη την καρδιά τους, σαν να ήταν θεός, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρδιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κῆρ — heart neut voc sg κῆρ heart neut acc sg κῆρ heart neut nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κήρ — the goddess of death fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρ — the goddess of death fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῆρ' — κῆρα , κήρ the goddess of death fem acc sg κῆρε , κήρ the goddess of death fem nom/voc/acc dual κῆρε , κήρ the goddess of death fem acc dual κῆραι , κήρα cera fem nom/voc pl κῆρι , κῆρ heart neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῆρ' — Κῆρα , Κήρ the goddess of death fem acc sg Κῆρε , Κήρ the goddess of death fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέαρ — κῆρ heart neut voc sg κῆρ heart neut acc sg κῆρ heart neut nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῆρε — κήρ the goddess of death fem nom/voc/acc dual κήρ the goddess of death fem acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КЕР, КЕРА — •Κήρ, олицетворение смертной участи и отдельных видов смерти (поэтому часто Κη̃ρες), в противоположность Θάνατος, который представляет собою смерть вообще. Это слово …   Реальный словарь классических древностей

  • Кер —    • Κήρ,          олицетворение смертной участи и отдельных видов смерти (поэтому часто Κη̃ρες), в противоположность Θάνατος, который представляет собою смерть вообще. Это слово, колеблясь между нарицательным значением и олицетворением, редко… …   Реальный словарь классических древностей

  • κεάριον — κῆρ heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”